- λάβρος
- -α, -ο (Α λάβρος, -ον, θηλ. και -α)ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» — επιτέθηκε με ορμήβ. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ.γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβροςγένος τελεόστεων περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας λαβρίδες, κν. χειλούαρχ.1. θρασύς, αυθάδης («μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσίᾳ γαρύετον», Πίνδ.)2. αδηφάγος, λαίμαργος, άπληστος, ακόρεστος («λάβρῳ χρώμενοι τῷ πότῳ», Διόδ.)3. υπερμεγέθης, υπέρογκος («λάβρον ὑπερεῑσαι λίθον Μοισαῑον», Πίνδ.)4. (το ουδ. ως επίρρ.) λάβρονσφοδρά, ορμητικά.επίρρ...λάβρως (Α)1. βίαια, ορμητικά, σφοδρά, άγρια2. άπληστα, αχόρταγα, ακόρεστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τους τ. λαβεῖν και λάζομαι «λαμβάνω, πιάνομαι». Κατ' άλλους, μπορεί να συνδέεται με το λατ. rabies «ορμή» (πρβλ. ἄκρος-acies), απ' όπου *ράβρος και, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ- σε -λ-, λάβρος, άποψη που φαίνεται λιγότερο πιθανή.ΠΑΡ. λάβραξαρχ.λαβρεύομαι, λάβριχος, λαβροσύνη, λαβρότης, λαβρούμαιαρχ.-μσν.λαβράζωνεοελλ.λάβρα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαβραγόρης, λαβροβόρος, λαβροπόδης, λαβροπότης, λαβροστομώ, λαβρόσυτος, λαβροφαγώμσν.λαβρηγορώ, λαβροειδήςνεοελλ.λαβρόχορτο. (Β' συνθετικό) αρχ. κατάλαβρος, φίλαβρος].
Dictionary of Greek. 2013.